« ...ΜΙΑ ΜΕΡΑ,
που όλοι μαζί οι φοιτητές παρέα βρισκόμασταν πάλι στο Ζάππειο και
συζητούσαμε, σε κάποια στιγμή που ο Μανώλης ήταν στραμμένος προς την
Ακρόπολη, γυρίζει και μου λέει:
Ηταν οι άριστοι μαθητές του σχολείου και κανείς τότε δεν φανταζόταν ότι η σειρά των «πρώτων θρανίων» είχε συστήσει την οργάνωση για την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων από την ιταλική κατοχή και τις νύχτες έγραφε συνθήματα στους αθηναϊκούς τοίχους κατά της μεταξικής δικτατορίας.
Ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας, γεννημένος τον Φεβρουάριο του 1922 στην Πάτρα, με πατέρα από τη Λευκάδα και μητέρα από τη Βυτίνα Αρκαδίας, έγινε κομμουνιστής μάλλον από ένα τυχαίο γεγονός όπως θυμάται ο «αδερφοποιτός» του Μ. Γλέζος. «Μια μέρα στο σχολείο ένας καθηγητής μάς συγκέντρωσε στο προαύλιο και, αφού έβγαλε έναν πύρινο αντικομμουνιστικό λόγο, έκαψε διάφορα βιβλία. Μόλις που προλάβαμε να δούμε άγνωστα ονόματα σε μας όπως Λένιν, Μαρξ, Ενγκελς, και το βράδυ ψάξαμε στις εγκυκοπαίδειες για να μάθουμε ποιοι ήταν. Ετσι ξεκινήσαμε, αφού μας άρεσαν αυτά που έγραφαν».
Ο Σεπτέμβριος του 1939 τον βρίσκει πρωτοετή φοιτητή στη Νομική Αθηνών και η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του. Η ομάδα του γυμνασίου επαναδραστηριοποιήθηκε και η είσοδος στο ΚΚΕ ήταν αναπόφευκτη για τον νεαρό φοιτητή. «Μέντορές μας ήταν τα ξαδέλφια μου Κατερίνα και Γιώργος Ναυπλιώτης. Στο υπόγειο του σπιτιού τους τυπωνόταν ο παράνομος "Ριζοσπάστης", και οι εξετάσεις στις οποίες μας υπέβαλλαν ήταν αυστηρότατες», θυμάται ο Μανώλης Γλέζος.
«Ποιος ήρωας; Δεν ήταν ηρωισμός να μεταφέρεις όπλα με ποδήλατο στη γερμανοκρατούμενη Αθήνα; Βέβαια, άλλη είναι η συμβολική σημασία της γερμανικής σημαίας», συνήθιζε να λέει όταν προσκεκλημένος με τον Μ. Γλέζο σε εκδηλώσεις ανά την Ελλάδα τον προσφωνούσαν με τη λέξη «ήρωας».
Ισως γιατί, για τον απόφοιτο της Σχολής Αξιωματικών του ΕΛΑΣ στη Ρεντίνα, πολιτικό διαφωτιστή στη μεραρχία του καπετάν Μούντρικα στην Αττική, επικεφαλής λόχου στη Μάχη της Αθήνας, συνδιοργανωτή της μεγάλης απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων κατά των Γερμανών μέσα από την Πανυπαλληλική Επιτροπή του ΕΑΜ, η λέξη ήρωας σήμαινε άτομο με «υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στην πατρίδα και τον εαυτό σου». Και μετά ήρθαν οι «τιμές» στον άνθρωπο που μαζί με τον Μ. Γλέζο κατέβασε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, η κορυφαία αντιστασιακή πράξη στην Ευρώπη: εξορία στην Ικαρία, φυλάκιση στις φυλακές της Ψυτάλλειας, καταδίκη σε θάνατο. Γλίτωσε με παρέμβαση του ναυάρχου Τούμπα, αφού υπηρετούσε ως ναύτης. «Υπηρέτησε» στο 3ο τάγμα της Μακρονήσου, διέφυγε στην Ιταλία και από εκεί στον Καναδά όπου και πήρε πολιτικό άσυλο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1963, για να συλληφθεί και να φυλακιστεί από τη χούντα. Αριστερός πάντα, χωρίς κομματική ταυτότητα, με την πίκρα της Βάρκιζας να τον στοιχειώνει.
Στο βιβλίο του «Μια νύχτα στην Ακρόπολη» (εκδόσεις Βιβλιόραμα) γράφει για το βράδυ της 30ής Μαΐου 1941 «[...] ησυχία, ένα τέταρτο σελήνης, φτάσαμε, ακούγαμε τους Γερμανούς να γλεντούν και να χαχανίζουν [...] η σημαία ήταν τεράστια, σκαρφαλώναμε την τραβάγαμε, τίποτε [...] κατορθώσαμε με τα χέρια μας να ξεσφίξουμε τις στρόφιγγες και να την ξεμπλέξουμε. Και η τεράστια σημαία έπεσε και μας κουκούλωσε».
Και σημειώνει: «Εμείς οι δύο, νέα, δεκαεννιάχρονα παιδιά μιας σκλαβωμένης χώρας, άοπλα, βεβηλώσαμε το σύμβολο του Χίτλερ και τον χτυπήσαμε στην καρδιά». Το κομμάτι από την πολεμική χιτλερική σημαία που έκρυψε στο στήθος του το έκαψε ο πατέρας του από φόβο, και μέχρι σήμερα ο Εριχθόνιος Οφις την κρατάει φυλαγμένη στο πηγάδι της Ακρόπολης, αφού δεν καρποφόρησαν οι προσπάθειες για την ανάσυρσή της, λόγω προβλημάτων στατικότητας του χώρου.
Τον επίλογο της ζωής του τον είχε καταθέσει στο βιβλίο του ως παρακαταθήκη: «Τώρα εγώ, μαζί με τους υπόλοιπους που ζουν ακόμα συναγωνιστές μου, απλά γερασμένα παλικάρια, φθάσαμε στο τέλος. Ζήσαμε όμως μεγάλες και ωραίες στιγμές. Εσείς να δούμε»...
Πηγή...
-Λάκη κοίταξε εκεί πάνω, κοίταξε να ιδείς τι γίνεται εκεί πάνω ...»
Κοιτάζω και βλέπω τη γερμανική σημαία που κυμάτιζε ...
Αυτομάτως παίρνω τη σκέψη του φίλου μου και του λέω:
-Ναι , έχεις δίκιο, αυτό είναι, αυτό πρέπει να τους το κάνουμε, αν μπορούμε ...
Πήγαμε πρώτα, λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη και
ψάξαμε στην εγκυκλοπαίδεια ότι είχε σχέση με την Ακρόπολη. Πήραμε τα
σχεδιαγράμματα και διαβάσαμε τα πάντα.
Καταλήξαμε
σε ένα σημείο όπου βρισκότανε μια ρωγμή, στο βορεινό μέρος του
Ερέχθειου, εκεί που ήταν το σπήλαιο της Αγραύλου και από κάτω ήταν ένα
ξεροπήγαδο: Το άντρο του Εριχθόνιου. Δηλαδή, εκεί έμενε ο ιερός όφις της Αθήνας, ο Εριχθόνιος, ο φύλακας της Ακρόπολης, στον οποίο οι ιερείς έριχναν μια φορά το μήνα μελόπιτες, για να συντηρείται.
Έτσι την ίδια κιόλας ημέρα, αποφασίσαμε να πάμε να ερευνήσουμε, όπως
κι έγινε. Πηδήσαμε πάνω απ' τα σύρματα, προχωρήσαμε μέσα απ' τα δένδρα
και φτάσαμε σ' αυτή την πόρτα. Την ανοίξαμε. Είδαμε μια μεγάλη οπή, που
ήταν το ξεροπήγαδο. Δεξιά όμως στον βράχο είχε μαδέρια που ανέβαιναν
προς τα πάνω και είχαν μείνει από τις ανασκαφές που έκαναν οι
αρχαιολόγοι.
ΦΥΓΑΜΕ ΚΑΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ
μετά ξαναπήγαμε. Ήταν Κυριακή και ανεβήκαμε σαν επισκέπτες στην
Ακρόπολη. Πήγαμε προς το Ερέχθειο και κοιτάξαμε το βάθρο προς τα σκαλιά
καθώς και την οπή πάλι. Κατεβήκαμε τα σκαλιά και είδαμε ότι τα μαδέρια
ήταν μισό μέτρο από το τελευταίο σκαλί. Στα Προπύλαια μπροστά υπήρχε μια
διμοιρία Γερμανών που φύλαγε τη σημαία.
Εκείνη την εποχή οι Γερμανοί άρχισαν την επίθεση στην Κρήτη, στις 20
Μαΐου 1941. Σε αυτή τη μάχη λάβανε μέρος 5 έως 7 χιλ. Γερμανοί
αλεξιπτωτιστές οι οποίοι όμως υπέστησαν μεγάλες απώλειες.
ΣΤΙΣ 29 ΜΑΪΟΥ
βγάζουν οι Γερμανοί μεγάλη ανακοίνωση από τα ραδιόφωνα και τις
εφημερίδες ότι η μάχη της Κρήτης έληξε, με τη νίκη των γερμανικών
ενόπλων δυνάμεων και θριαμβολογούσαν.
Έτσι καθώς είχαμε αποφασίσει, εμείς 19χρονα παιδιά, σκεφτήκαμε ότι
έπρεπε να δείξουμε στους Γερμανούς ότι ο αγώνας συνεχίζεται! Είχαμε
θυμώσει με την αλαζονεία και τις θριαμβολογίες τους. Την επόμενη ημέρα
λοιπόν πήγαμε στην Ακρόπολη.
30 ΜΑΪΟΥ 1941,
βράδυ, ησυχία, ένα τέταρτο Σελήνης στον ουρανό. Φτάσαμε, μπήκαμε μέσα,
πατώντας σιγά-σιγά τα μαδέρια. Ανεβήκαμε στην επιφάνεια. Τίποτα, ησυχία.
Προσέξαμε ότι δεν υπήρχε σκοπός
Στο μεταξύ ακούγαμε τους Γερμανούς να χαχανίζουν για τη μάχη της
Κρήτης. Ήρθε η καθοριστική στιγμή. Οι καρδιές μας χτυπούσαν πολύ δυνατά.
Ανεβήκαμε από τα σκαλιά, λύσαμε το συρματόσχοινο της σημαίας.
Προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Η σημαία ήταν τεράστια, για τούτο την
είχαν δεμένη με τρία μεγάλα σύρματα, τα οποία είχαν στρόφιγγες απ' έξω
από το βράχο και την συγκρατούσαν, γιατί όταν είχε αέρα έτρεμε όλος ο
ιστός. Η σημαία λοιπόν, κατέβαινε μέχρι τον κόμβο που συναντιόντουσαν τα
τρία σύρματα στον ιστό κι από κει δεν πήγαινε πιο κάτω.
Σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτε δεν γινόταν. Ο
μόνος τρόπος να κατέβει η σημαία ήταν να ανοίξουν τα σύρματα. Δύσκολο
πολύ. Όμως η θέληση, η επιμονή κι η υπομονή μας έφεραν αποτέλεσμα. Κι
αφού ανεβήκαμε και κατεβήκαμε στον ιστό πολλές φορές ως το δύσκολο
σημείο - γιατί ο ιστός ήτανε λείος και γλίστραγε - κατορθώσαμε με τα
χέρια μας να ξεσφίξουμε τις στρόφιγγες και να την ξεμπλέξουμε. Κι η
τεράστια σημαία έπεσε και μας κουκούλωσε!
ΜΕΣΑ ΜΑΣ κυριάρχησε η αίσθηση ότι ήταν μεγάλη εκείνη η
στιγμή, με το λιγοστό φως του φεγγαριού να λάμπει πάνω στα μάρμαρα που
εκπροσωπούσαν 3000 χρόνια ιστορίας στα ιερά της πατρίδας μας. Εκεί
αισθάνθηκα εγώ - αλλά πιστεύω κι ο Μανώλης - ότι και δέκα ζωές αν είχα
θα τις έδινα.
Αγκαλιαστήκαμε
και φιληθήκαμε, ενθουσιασμένοι για το αποτέλεσμα κι αμέσως με ένα
μαχαιράκι που είχα μαζί μου, κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας από τον
αγκυλωτό σταυρό και το βάλαμε στον κόρφο μας! Η σημαία ήταν ένας
τεράστιος μπόγος και φυσικά, ήταν αδύνατο να την πάρουμε μαζί μας. Τότε
σκεφτήκαμε να την ρίξουμε στο ξεροπήγαδο και μάλιστα καλαμπουρίσαμε: «Για να τη φυλάει ο Εριχθόνιος» είπαμε.
Παρόλη την κούραση, την προχωρημένη ώρα και το ότι έπρεπε να
επιταχύνουμε τη φυγή μας, το καθάριο νεανικό μυαλό μας δούλεψε μεθοδικά
κι αφήσαμε κι οι δυο τα δακτυλικά μας αποτυπώματα πάνω στον ιστό -
επειδή γνωρίζαμε ότι οι Γερμανοί ήταν μεθοδικοί και οργανωμένοι -
ούτως ώστε να μην επιβαρυνθούν, από τις έρευνες που θα κάνανε μετά,
άλλοι αθώοι! Ακόμα φεύγοντας, σκεφτήκαμε να πατάμε στις ράγες του τραμ,
για να χαθούν τα ίχνη μας, αν θα έφταναν μέχρι εκεί οι Γερμανοί.
Ρίχνουμε λοιπόν την σημαία στο ξεροπήγαδο, ρίχνουμε κι από πάνω
χώματα και πέτρες, κατεβαίνουμε, ανοίγουμε με προφύλαξη την πόρτα και
φεύγουμε».
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Λάκη Σάντα «Μια νύχτα στην Ακρόπολη ... Μνήμες από μια σπουδαία εποχή» Εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελίδες 160)
Πηγή...Εκανε τις Καρυάτιδες να γελάσουν
«Εμείς που γεννηθήκαμε ανάμεσα στους δύο
πολέμους είμαστε δρακογενιά, είμαστε παιδιά του δράκου», είχε πει ο
Λάκης Σάντας σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του.
Μια δρακογενιά που είχε τις ρίζες της στο 4ο Γυμνάσιο Αθήνας και την
αποτελούσαν οι Λ. Σάντας, Μ. Γλέζος, ο μετέπειτα ψυχίατρος Θ.
Ρεμουντάκης, ο κριτικός κινηματογράφου Αν. Μοσχοβάκης και ο Λ. Σελλάς.Ηταν οι άριστοι μαθητές του σχολείου και κανείς τότε δεν φανταζόταν ότι η σειρά των «πρώτων θρανίων» είχε συστήσει την οργάνωση για την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων από την ιταλική κατοχή και τις νύχτες έγραφε συνθήματα στους αθηναϊκούς τοίχους κατά της μεταξικής δικτατορίας.
Ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας, γεννημένος τον Φεβρουάριο του 1922 στην Πάτρα, με πατέρα από τη Λευκάδα και μητέρα από τη Βυτίνα Αρκαδίας, έγινε κομμουνιστής μάλλον από ένα τυχαίο γεγονός όπως θυμάται ο «αδερφοποιτός» του Μ. Γλέζος. «Μια μέρα στο σχολείο ένας καθηγητής μάς συγκέντρωσε στο προαύλιο και, αφού έβγαλε έναν πύρινο αντικομμουνιστικό λόγο, έκαψε διάφορα βιβλία. Μόλις που προλάβαμε να δούμε άγνωστα ονόματα σε μας όπως Λένιν, Μαρξ, Ενγκελς, και το βράδυ ψάξαμε στις εγκυκοπαίδειες για να μάθουμε ποιοι ήταν. Ετσι ξεκινήσαμε, αφού μας άρεσαν αυτά που έγραφαν».
Ο Σεπτέμβριος του 1939 τον βρίσκει πρωτοετή φοιτητή στη Νομική Αθηνών και η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του. Η ομάδα του γυμνασίου επαναδραστηριοποιήθηκε και η είσοδος στο ΚΚΕ ήταν αναπόφευκτη για τον νεαρό φοιτητή. «Μέντορές μας ήταν τα ξαδέλφια μου Κατερίνα και Γιώργος Ναυπλιώτης. Στο υπόγειο του σπιτιού τους τυπωνόταν ο παράνομος "Ριζοσπάστης", και οι εξετάσεις στις οποίες μας υπέβαλλαν ήταν αυστηρότατες», θυμάται ο Μανώλης Γλέζος.
«Ποιος ήρωας; Δεν ήταν ηρωισμός να μεταφέρεις όπλα με ποδήλατο στη γερμανοκρατούμενη Αθήνα; Βέβαια, άλλη είναι η συμβολική σημασία της γερμανικής σημαίας», συνήθιζε να λέει όταν προσκεκλημένος με τον Μ. Γλέζο σε εκδηλώσεις ανά την Ελλάδα τον προσφωνούσαν με τη λέξη «ήρωας».
Ισως γιατί, για τον απόφοιτο της Σχολής Αξιωματικών του ΕΛΑΣ στη Ρεντίνα, πολιτικό διαφωτιστή στη μεραρχία του καπετάν Μούντρικα στην Αττική, επικεφαλής λόχου στη Μάχη της Αθήνας, συνδιοργανωτή της μεγάλης απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων κατά των Γερμανών μέσα από την Πανυπαλληλική Επιτροπή του ΕΑΜ, η λέξη ήρωας σήμαινε άτομο με «υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στην πατρίδα και τον εαυτό σου». Και μετά ήρθαν οι «τιμές» στον άνθρωπο που μαζί με τον Μ. Γλέζο κατέβασε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, η κορυφαία αντιστασιακή πράξη στην Ευρώπη: εξορία στην Ικαρία, φυλάκιση στις φυλακές της Ψυτάλλειας, καταδίκη σε θάνατο. Γλίτωσε με παρέμβαση του ναυάρχου Τούμπα, αφού υπηρετούσε ως ναύτης. «Υπηρέτησε» στο 3ο τάγμα της Μακρονήσου, διέφυγε στην Ιταλία και από εκεί στον Καναδά όπου και πήρε πολιτικό άσυλο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1963, για να συλληφθεί και να φυλακιστεί από τη χούντα. Αριστερός πάντα, χωρίς κομματική ταυτότητα, με την πίκρα της Βάρκιζας να τον στοιχειώνει.
Στο βιβλίο του «Μια νύχτα στην Ακρόπολη» (εκδόσεις Βιβλιόραμα) γράφει για το βράδυ της 30ής Μαΐου 1941 «[...] ησυχία, ένα τέταρτο σελήνης, φτάσαμε, ακούγαμε τους Γερμανούς να γλεντούν και να χαχανίζουν [...] η σημαία ήταν τεράστια, σκαρφαλώναμε την τραβάγαμε, τίποτε [...] κατορθώσαμε με τα χέρια μας να ξεσφίξουμε τις στρόφιγγες και να την ξεμπλέξουμε. Και η τεράστια σημαία έπεσε και μας κουκούλωσε».
Και σημειώνει: «Εμείς οι δύο, νέα, δεκαεννιάχρονα παιδιά μιας σκλαβωμένης χώρας, άοπλα, βεβηλώσαμε το σύμβολο του Χίτλερ και τον χτυπήσαμε στην καρδιά». Το κομμάτι από την πολεμική χιτλερική σημαία που έκρυψε στο στήθος του το έκαψε ο πατέρας του από φόβο, και μέχρι σήμερα ο Εριχθόνιος Οφις την κρατάει φυλαγμένη στο πηγάδι της Ακρόπολης, αφού δεν καρποφόρησαν οι προσπάθειες για την ανάσυρσή της, λόγω προβλημάτων στατικότητας του χώρου.
Τον επίλογο της ζωής του τον είχε καταθέσει στο βιβλίο του ως παρακαταθήκη: «Τώρα εγώ, μαζί με τους υπόλοιπους που ζουν ακόμα συναγωνιστές μου, απλά γερασμένα παλικάρια, φθάσαμε στο τέλος. Ζήσαμε όμως μεγάλες και ωραίες στιγμές. Εσείς να δούμε»...
Πηγή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου