Πρόλογος
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα
κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός
της ζωής είναι ο θάνατος.
Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε,
να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι΄
αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην
αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη
αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή
είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.
Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το
αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον
αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.
Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ΄ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις
δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ΄ όραμα τούτο
να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ
Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ,
γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου.
Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος.
Τ΄ άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι Ιδέες, οι άνθρωποι και τα ζώα
βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν
τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον
αγέρα·
σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης, αφανίζουνται.
“Εγώ μονάχα υπάρχω!” φωνάζει ο νους.
“Μέσα στα κατώγια μου, οι πέντε μου ανυφάντρες δουλεύουν, υφαίνουν
και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και
το πνέμα.
“Όλα ρέουν τρογύρα μου σαν ποταμός, χορεύουν, στροβιλίζουνται, τα πρόσωπα κατρακυλούν σαν το νερό, το χάος μουγκρίζει.
“Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο,
ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο
σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο.
“Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω
βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου
ανάγκες.
“Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος.
“Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική,
ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ· δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα,
ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά
από την άβυσσο. Μη λες: “Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!”
Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.
“Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου
ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή
του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω. “Είμαι ο
αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η
πράξη. Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει.”
Χωρίς μάταιες ανταρσίες να δεις και να δεχτείς τα σύνορα του
ανθρώπινου νου, και μέσα στ΄ αυστηρά τούτα σύνορα αδιαμαρτύρητα,
ακατάπαυτα να δουλεύεις· να ποιο είναι το πρώτο σου χρέος.
Με αντρεία, με σκληρότητα στερέωσε απάνω στο σαλευόμενο χάος το
καταστρόγγυλο, το καταφώτιστο αλώνι του νου, ν΄ αλωνίσεις, να λιχνίσεις,
σα νοικοκύρης, τα σύμπαντα.
Καθαρά να ξεχωρίσεις κι ηρωικά να δεχτείς τις πικρές γόνιμες τούτες, ανθρώπινες, σάρκα από τη σάρκα μας, αλήθειες:
α) Ο νους του ανθρώπου φαινόμενα μονάχα μπορεί να συλλάβει, ποτέ την ουσία·
β) κι όχι όλα τα φαινόμενα, παρά μονάχα τα φαινόμενα της ύλης·
γ) κι ακόμα στενώτερα: όχι καν τα φαινόμενα τούτα της ύλης, παρά μονάχα τους μεταξύ τους συνειρμούς·
δ) κι οι συνειρμοί τούτοι δεν είναι πραγματικοί, ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο· είναι κι αυτοί γεννήματα του ανθρώπου·
ε) και δεν είναι οι μόνοι δυνατοί ανθρώπινοι· παρά μονάχα οι πιο βολικοί για τις πραχτικές και νοητικές του ανάγκες.
Μέσα στα σύνορα τούτα, ο νους είναι ο νόμιμος απόλυτος μονάρχης. Καμιά άλλη εξουσία στο βασίλειο του δεν υπάρχει.
Αναγνωρίζω τα σύνορα τούτα, τα δέχουμαι μ΄ εγκαρτέρηση, γενναιότητα
κι αγάπη, κι αγωνίζουμαι μέσα στην περιοχή τους άνετα σα να ΄μουν
ελεύτερος.
Υποτάζω την ύλη, την αναγκάζω να γίνει καλός αγωγός του μυαλού μου.
Χαίρουμαι τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους, τους θεούς σαν παιδιά μου.
Όλο το Σύμπαντο το νιώθω να σοφιλιάζει απάνω μου και να με ακολουθάει σα
σώμα.
Σε άξαφνες φοβερές στιγμές αστράφτει μέσα μου: “Όλα τούτα είναι
παιχνίδι σκληρό και μάταιο, δίχως αρχή, δίχως τέλος, δίχως νόημα”. Μα
ξαναζεύουμαι, πάλι, γοργά στον τροχό της ανάγκης, κι όλο το Σύμπαντο
ξαναρχινάει γύρα τρογύρα μου την περιστροφή του.
Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή. Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου.
Να πως με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία
του νου μέσα στα φαινόμενα και την ανικανότητα του νου πέρα από τα
φαινόμενα· πρί να κινήσεις για τη λύτρωση. Αλλιώς δεν μπορείς να
λυτρωθείς.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ
Δε δέχουμαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι! Την
αγωνία τούτη βαθιά, αιματερά να τη ζήσεις, είναι το δεύτερο χρέος.
Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει· μα η καρδιά
αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να
ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον
καιρό, να νιώσω με ποιους νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται και
ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που ανεβαίνουν από την πυρωμένην έρημο
του νου, τι αξίαν έχει;
Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα,
τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την
ορατή ακατάπαυτη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία.
Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα
σύνορα την ηρωικήν απελπισμένην έξοδο, να ΄ταν να μπορούσε η καρδιά μου!
Πέρα! Πέρα! Πέρα! Πέρα από τον άνθρωπο ζητώ το αόρατο μαστίγι που τον
βαράει και τόνε σπρώχνει στον αγώνα. Πέρα από τα ζώα ενεδρεύω να δω το
πρόσωπο το αρχέγονο που μάχεται δημιουργώντας, συντρίβοντας,
ξαναχύνοντας τις αρίφνητες μάσκες να τυπωθεί στο ρεούμενο κρέας. Πέρα
από τα φυτά αγωνίζουμαι να ξεχωρίσω τα πρώτα παραπατήματα του Αόρατου
μέσα στη λάσπη. Μια προσταγή μέσα μου:
Σκάψε! Τι βλέπεις;
Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!
Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσματα.
Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
Δε βλέπω τίποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα ΄ναι ο θάνατος.
Σκάψε ακόμα!
Αχ! Δεν μπορώ να διαπεράσω το σκοτεινό μεσότοιχο! Φωνές γρικώ και κλάματα, φτερά γρικώ στον άλλον όχτο!
Μην κλαις! Μην κλαις! Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάματα και τα φτερά είναι η καρδιά σου!
Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας.
Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα
σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.
Ψυχανεμίζουμαι πίσω απ΄ όλα τούτα τα φαινόμενα μια μαχόμενη ουσία. Θέλω να σμίξω μαζί της.
Ψυχανεμίζουμαι πως κι η μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα
να σμίξει με την καρδιά μου. Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας
χωρίζει. Ο νους στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.
Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον
Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν΄ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
Περπατώ στ΄ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.
O νους: “Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό
περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του
ανθρώπου.”
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε
καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: “Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα
σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια
σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!”
Ο νους: “Λαγαρό κι ανέλπιδο είναι το μάτι μου και θεάται τα πάντα. Η
ζωή είναι ένα παιχνίδι, μια παράσταση που δίνουν οι πέντε θεατρίνοι του
κορμιού μου.
“Κοιτάζω με απληστία, με ανείπωτη περιέργεια, και δεν έχω την αφέλεια
του χωριάτη να πιστέψω, και ν΄ ανέβω απάνω στη σκηνή επεμβαίνοντας στην
αιματερή κωμωδία.
“Είμαι ο θαματοποιός φακίρης που ακίνητος, καθούμενος στο σταυροδρόμι
των αιστήσεων, θεάται να γεννιέται και ν΄ αφανίζεται ο κόσμος, θεάται
τα πλήθη να σαλεύουν και να φωνάζουν στα πολύχρωμα μονοπάτια της
ματαιότητας.
“Καρδιά, απλοϊκή καρδιά, γαλήνεψε κι υποτάξου!”
Μα η καρδιά ανατινάζεται και φωνάζει: “Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου!”
Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.
Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα. Μα
μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμες του Σύμπαντου.
Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν΄ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω. Αλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.
Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό
καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του
θανάτου.
Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα· οδεύω σ΄ ένα άλλο
σκοτεινό σημείο, το Μνήμα. Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό
βάραθρο· μια άλλη δύναμη με συντραβάει ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.
Δεν είμαι ο κατάδικος που τον πότισαν κρασί για να θολώσει το μυαλό
του· με λαγαρά τα φρένα, νηφάλιος, δρασκελώ το ανάμεσα στους δυο
γκρεμούς μονοπάτι.
Και μάχουμαι πως να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους
δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω και να τους ρίξω έναν ακέραιο
λόγο. Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι τούτη η πορεία· και κατά που
ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί το
περπάτημα και την καρδιά μας.
Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους συντρόφους!
Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή, δεν είναι ο άνθρωπος. έζησε
χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης
περιστροφής της.
Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας
δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο
δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν,
ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα
νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα!
Τούτη η αγωνία είναι το δεύτερο χρέος.